- τριοδίτης
- ὁ, θηλ. τριοδῑτις, -ίτιδος, ΜΑ1. άνθρωπος τών τριόδων, άνθρωπος τού δρόμου, οκνηρός και ανυπόληπτος2. το θηλ. ἡ τριοδῑτιςγυναίκα τού δρόμου, άσεμνηαρχ.το θηλ.1. προσωνυμία τής Εκάτης, που τήν λάτρευαν στις τριόδους2. πυθαγόρεια ονομασία τού αριθμού έξι.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίοδος + κατάλ. -ίτης*].
Dictionary of Greek. 2013.