τριοδίτης

τριοδίτης
ὁ, θηλ. τριοδῑτις, -ίτιδος, ΜΑ
1. άνθρωπος τών τριόδων, άνθρωπος τού δρόμου, οκνηρός και ανυπόληπτος
2. το θηλ. ἡ τριοδῑτις
γυναίκα τού δρόμου, άσεμνη
αρχ.
το θηλ.
1. προσωνυμία τής Εκάτης, που τήν λάτρευαν στις τριόδους
2. πυθαγόρεια ονομασία τού αριθμού έξι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίοδος + κατάλ. -ίτης*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τριοδίτης — τριοδί̱της , τριοδίτης one who frequents cross roads masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριοδίτας — τριοδί̱τᾱς , τριοδίτης one who frequents cross roads masc acc pl τριοδί̱τᾱς , τριοδίτης one who frequents cross roads masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριοδίτις — ίτιδος, ἡ ΜΑ βλ. τριοδίτης …   Dictionary of Greek

  • τριπύλιος — ον, Α (σε τίτλο μενίππειας σάτιρας τού Βάρρωνος) τριοδίτης*, αυτός που τριγυρνάει από πύλη σε πύλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + πύλιος (< πύλη)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”